-
1 ῥο-ώδης
ῥο-ώδης, ες, 1) flüssig, fließend, triefend, auch fluthend, wogend, strömend, heftig fließend, reißend; ϑάλασσα, Thuc. 4, 24, ῥοώδεσι καὶ βαϑέσι τόποις, Arist. H. A. 9, 37; τὸ μάλισταῥοῶδες καὶ βίαιον τοῠ πελάγους, Ael. H. A. 7, 24; a. Sp., wie Plut. – 2) dem Fluß, bes. dem Bauchfluß unterworfen, daran leidend, den Fluß verursachend, sp. Medic.
См. также в других словарях:
πολυάγκιστρος — η, ο / πολυάγκιστρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έχει πολλά άγκιστρα 2. το ουδ. ως ουσ. το πολυάγκιστρο(ν) αλιευτικό όργανο που έχει πολλά αγκίστρια για ψάρια επιφάνειας («ἁλίσκονται δέ... πολυαγκίστροις ἐν ῥοώδεσι καὶ βαθέσι τόποις», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek